- λιοκρούγομαι
- λιοκρούζομαι (αόρ. λιοκρούστηκα) болеть желтухой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηλιοκρούζομαι — και λιοκρούζομαι και λιοκρούγομαι προσβάλλομαι από ίκτερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + κρούζομαι «προσβάλλομαι», ευφημιστική πιθ. δήλωση] … Dictionary of Greek
λιοκρούζομαι — και λιοκρούγομαι βλ. ηλιοκρούζομαι … Dictionary of Greek